Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νώντας Σακελλαρόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νώντας Σακελλαρόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

Οι Αγωγιάτες


«Το αγώγι ξυπνάει τον αγωγιάτη» λέει μια λαϊκή παροιμία. Υπήρχαν και στο Βερσίτσι αγωγιάτες, όπως υπήρχαν και σε όλα τα ορεινά χωριά μας. Τους θυμάμαι, γιατί τους χρησιμοποιούσα και εγώ όταν ήμουν αναγκασμένος να φεύγω ή όταν γύριζα και είχα αποσκευές, μιας και άλλο μέσο μεταφορικό δεν υπήρχε.
Οι αγωγιάτες ήσαν άνθρωποι ικανοί στο περπάτημα, στην πεζοπορία πίσω από τα ζώα τους, πίσω από τα μουλάρια τους, που τα φόρτωναν και μετέφεραν με σταθερότητα τα εμπορεύματα των άλλων από τον ένα τόπο στον άλλο και κυρίως από τα πλησιέστερα τέρματα των αυτοκινήτων προς το εσωτερικό, όπου δεν υπήρχε άλλο μέσο μεταφοράς. Και φυσικά όταν μιλάμε γι' αυτόν τον τρόπο μεταφοράς ανθρώπων και αποσκευών, αναφερόμαστε σε παλαιότερα χρόνια και κυρίως πριν από το 1950.
Από το 1930 μέχρι το 1950 οι αγωγιάτες ήσαν σε δράση κυρίως για κοντινές αποστάσεις. Δεν τους εμπόδιζε όμως τίποτα και για μακρινές, όπως Βερσίτσι - Πάτρα - Πύργο - Αμαλιάδα - Αίγιο - Τρίπολη. Και αυτό ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία, αφού για τις μακρινές αποστάσεις χρειάζονταν δεκαπέντε ώρες για να πάει κανείς και δεκαπέντε για να γυρίσει. Ξεκίναγαν για παράδειγμα τα μεσάνυχτα από το Βερσίτσι, για να φτάσουν το βράδυ της άλλης ημέρας στην Πάτρα ή σε άλλη πόλη. Σαν δεν πρόφταναν να φτάσουν αυθημερόν, κοιμούνταν στα προάστια, για να σηκωθούν πολύ πρωί την άλλη μέρα να μπουν στην πόλη, να κάμουν τα ψώνια τους και το απόγευμα να πάρουν τον δρόμο της επιστροφής.
Είχαν γνωστά δικά τους μαγαζιά, όπου ψώνιζαν φτηνά κυρίως ζάχαρη, ρύζι, καφέ, μακαρόνια, βακαλάους, καραμέλες, κουβαρίστρες, κανελλογαρύφαλλα, κουμπιά, δαχτυλήθρες, βελόνες και άλλα μικροπράγματα. Ενώ πήγαιναν καβάλα, γύριζαν πεζοί μέρα και νύχτα πίσω από τα φορτωμένα μουλάρια τους, τα οποία γνώριζαν σταθερά τον δρόμο και το πάτημα και οι αγωγιάτες τα ακολουθούσαν βήμα - βήμα κουρασμένοι, κάθιδροι και ακόμη μισονηστικοί. Ο δρόμος για την Πάτρα πέρναγε αναγκαστικά από το Λεχούρι, το Λεχουρίτικο βουνό και την ΒλασίαŸ ένας δρόμος τραχύς, κουραστικός κι επικίνδυνος.
Αυτά ήσαν τα μεγάλα αγώγια, αραιά και περιορισμένα. Πολλά ήταν τα κοντινά από το Βερσίτσι στο Σοπωτό ή τα Τριπόταμα. Και αν πούμε ότι παρακαλούσαν να έχουν κάθε τόσο ένα αγώι, αυτό δεν είναι υπερβολή, αφού λεφτά δεν υπήρχαν. Ακόμα και το τάλιρο ήταν υπολογίσιμο, εξ ου και η παροιμία «το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη».
Τότε ήσαν στην περίοδο αιχμής τους και τα χάνια. Το Βερσίτσι είχε πολλά ζώα και πολλούς αγωγιάτες, άλλους συστηματικούς και άλλους περιστασιακούς. Αξίζει να αναφερθούν τα ονόματα μερικών, όπως: Ρώκης, Κυριακόπουλος, Λεωνίδας Σπανός, Κώστας Σπανός, Αρτέμης Γεωργακόπουλος, Γιώργης Κυριακόπουλος, Χρήστος Σταμούλης, Αρίστος Τσιρώνης, Μήτρος Χρυσόπουλος, Γιώργης Μπάρκουλας και άλλοι. Όλοι τους είχαν μουλάρια δυνατά, καλοθρεμμένα και ικανά να κάνουν αυτές τις μεγάλες διαδρομές. Τώρα όλα αυτά είναι παρελθόν. Οι καιροί άλλαξαν. Όλες οι κοινότητες έχουν συγκοινωνία με αυτοκίνητα και το χειρότερο η ύπαιθρος ερημώθηκε.

Απόσπασμα από το βιβλίο "Λαογραφικές Σελίδες" του Νώντα Περ. Σακελλαρόπουλου

Η Εμπορο ζωοπανήγυρη των Μαζαιϊκων


Τελευταίο στην σειρά (27 Σεπτεμβρίου, του Σταυρού με το παλαιό ημερολόγιο) διεξαγόταν το μεγάλο πανηγύρι των Μαζαιΐκων ή της Κατσάνας, όπως το έλεγαν. Ηταν και αυτό οχταήμερης διάρκειας και συγκέντρωνε μεγάλο αριθμό πανηγυριστών. Τα Μαζαίϊκα (σήμερα Κάτω Κλειτορία) είναι κέντρο της Κλειτορολευκασίας χώρας, με δορυφόρους τα χωριά Μοστίτσι, Κλείτορα, Καστέλλι, Καρνέσι, Χαμάκου, Δούνιτσα, Κάνι, Φίλια, Τσορωτά, Βρώστενα, Άρμπουνα, Καστριά, Πλανητέρου, Τουρλάδα, Αϊ Νικόλα, Βάλτο, Κρινόφυτα, Κόκκοβα, Λυκούρια και Παγκράτι.
Ακόμα συνέρεαν σε αυτό άνθρωποι και από τα υπόλοιπα χωριά της περιοχής προς την Στρέζοβα και την Αρκαδία (Δάρα, Τοπόριστα, Κιούσι, Γκλόγκοβα, Πράσινο κ.λπ). Τα Μαζαίϊκα σαν κεφαλοχώρι είχαν και μερικές υπηρεσίες, όπως Υποδιοίκηση Χωροφυλακής, Εφορία, Ταμείο, Γυμνάσιο, αλλά και μεγάλη εμπορική κίνηση, ενώ για την διεξαγωγή του πανηγυριού προσφέρονταν και η τοποθεσία και η άνεση του χώρου.
Και εδώ, όπως και στα Καλάβρυτα, η εμποροπανήγυρη γινόταν μέσα στην κωμόπολη και η ζωοπανήγυρη στις καρυδιές έξω και προς τον δημόσιο δρόμο Μαζαιΐκων - Καλαβρύτων.
Συγκεκριμένα η εμποροπανήγυρη γινόταν στο κέντρο, στην πλατεία και κυρίως στο προαύλιο της εκκλησίας του πολιούχου Αγίου Δημητρίου, αλλά και κατά μήκος των δρόμων, όπου υπήρχαν χώροι άδειοι. Υπήρχε και εδώ ό,τι ακριβώς περιγράφεται σχετικά με το πανηγύρι των Τριποτάμων. Και εδώ η εμπορική κίνηση ήταν σημαντική, ο κόσμος πολύς και πολλές οι ανάγκες. Συνέτεινε σε αυτό και η μεγαλύτερη παραγωγή σε γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα και νόμιζε κανείς ότι βρίσκεται σε καμιά μεγαλούπολη με όλες τις ομορφιές της.
Ήταν πανηγύρια που δονούνταν από κίνηση και έδιναν πνοή και ευρωστία στον τόπο. Οι φωνές των εμπόρων που διαλαλούσαν τις πραμάτειες τους, η κίνηση του κόσμου πέρα δώθε, ο συνωστισμός, οι αστεϊσμοί, τα πειράγματα στους δρόμους ήσαν τα χαρακτηριστικά του πανηγυριού. Εκτός από τα ψώνια και τις προμήθειες που έκαναν οι νοικοκυραίοι και οι νοικοκυρές, διασκέδαζαν και στα καφενεία που διέθεταν λαϊκές ορχήστρες.
Τα εστιατόρια ήσαν γεμάτα κόσμο που συνέρεε, για να φάει και να πιει τα πατροπαράδοτα φαγητά.
Συνέβαιναν και άλλα περιστατικά και μικρολεπτομέρειες, τα οποία είναι δύσκολο να έχει συγκρατήσει κάποιος που επισκεπτόταν το πανηγύρι, εντούτοις οι εντυπώσεις και η γενική αίσθηση παραμένουν ολοζώντανες στην μνήμη του.

Απόσπασμα από το βιβλίο "Λαογραφικές Σελίδες" του Νώντα Περ. Σακελλαρόπουλου.

Η Εμπορο ζωοπανήγυρη των Καλαβρύτων


Τρίτο στη σειρά ήταν το Καλαβρυτινό πανηγύρι, το μεγαλύτερο κοσμικό γεγονός της ένδοξης και ιστορικής επαρχίας μας. Γινόταν κι αυτό μέσα στον Σεπτέμβριο (18-24) και διαρκούσε έξι με οκτώ ημέρες. Είναι κι αυτό καθαρό δημιούργημα της ανάγκης. Σκοπός του ήταν η εξυπηρέτηση των κατοίκων της περιοχής, μιας περιοχής εκτεταμένης σε ένα γραφικό και εύφορο λεκανοπέδιο, που το στεφανώνουν οι καλλίγραμμες κορυφογραμμές του Χελμού και του Ωλενού, των πολυτραγουδισμένων βουνών μας.
Το Καλαβρυτινό πανηγύρι καθιερώθηκε αμέσως μετά την απελευθέρωση του έθνους από τον τουρκικό ζυγό γύρω στο 1832. Ηταν προνομιακό γιατί ήταν το πανηγύρι της πρωτεύουσας της επαρχίας, που ήταν και η πρώτη πόλη της περιοχής που απέκτησε σ σιδηροδρομική και οδική συγκοινωνία με τα μεγάλα αστικά κέντρα Πάτρα και Αίγιο. Συγκέντρωνε τον περισσότερο πληθυσμό της επαρχίας και τροφοδοτούνταν από τα χωριά Σουδενά, Σιγούνι, Χαμάκου, Βραχνί, Σούβαρδο, Ζαχλωρού, Ρωγοί, Σκεπαστό, Κέρτεζη, Σαββανοί, Συρμπάνι, Κάνταλος, Κραστικοί, Κούτελη, Άνω και Κάτω Βλασία, Μάνεσι, Μπούμπουκα, Ασάνι, Σαραδί, Φλάμπουρα, Τρεκλήστρα, Μικρός και Μεγάλος Μποντιάς, Λαπαναγοί, Πετσάκοι, Άνω και Κάτω Γουμένισσα κ.λπ.
Τα χωριά αυτά δεν έπαιρναν μέρος στα άλλα πανηγύρια, γιατί δεν τα βόλευαν οι γεωγραφικοί όροι. Έπειτα περίμεναν την ώρα του δικού τους πανηγυριού, του Καλαβρυτινού, που ήταν πρώτο και καλύτερο, γιατί γινόταν μέσα στην πρωτεύουσα, στην πόλη των Καλαβρύτων, γεγονός που έδινε ιδιαίτερη αίγλη. Τα Καλάβρυτα εξάλλου ως πρωτεύουσα ολόκληρης της επαρχίας ήταν, για ιστορικούς λόγους, ο μοναδικός δήμος και φιλοξενούσες όλες τις αρχές της κρατικής εξουσίας και διοίκησης. Ήταν η έδρα του έπαρχου, των δικαστικών αρχών (Ειρηνοδικείου, Πρωτοδικείου) και διέθετε Υποδιοίκηση Χωροφυλακής, Γυμνάσιο, Εφορία, Τράπεζες, Ταχυδρομείο, ξενοδοχεία, σταθμό οδοντωτού, λεωφορείων και μεγάλη εμπορική και τουριστική κίνηση.
Η πόλη διέθετε επιπλέον όλα τα μέσα για να ικανοποιήσει τις ανάγκες των κατοίκων της περιοχής και της επαρχίας γενικότερα. Ωστόσο τις ημέρες του πανηγυριού η κίνηση και η εμπορικότητα της πόλης διπλασιαζόταν και τριπλασιαζόταν. Η εμποροπανήγυρη γινόταν μέσα στην πόλη, ενώ η ζωοπανήγυρη γινόταν έξω από την πόλη και κυρίως προς το δρόμο Καλαβρύτων - Πατρών. Οι περιοχές ήταν κατάλληλα επιλεγμένες για την εξυπηρέτηση του κοινού.
Στο πανηγύρι κατέφθαναν έμποροι από την Αθήνα, την Πάτρα, το Αίγιο, την Τρίπολη και άλλα αστικά κέντρα με λογής - λογής εμπορεύματα και οπωσδήποτε τιμές συμφέρουσες. Άνοιγαν τα μαγαζιά τους είτε σε νοικιασμένα ισόγεια, δεξιά και αριστερά των κεντρικών δρόμων, όπου υπήρχε διαθέσιμος χώρος, είτε σε πρόχειρες παράγκες στην πλατεία και τους ελεύθερους χώρους. Στα καφενεία της πλατείας της πόλης, που σημαιοστολιζόταν εκείνες τις μέρες, τα βράδια έπαιζαν ορχήστρες συνήθως με βιολιά και κλαρίνα και διασκέδαζαν οι γλεντζέδες και οι χορευταράδες. Οι Καλαβρυτινοί ήταν σχετικά εξελιγμένοι και είχαν αστική νοοτροπία. Ηταν άρχοντες και κρατούσαν τουπέ και σοβαρότητα. Ηταν συνεπώς και εκλεκτικοί. Αυτήν τη νοοτροπία την διατηρούν ακόμα και σήμερα σε μικρότερο βαθμό βέβαια. Οι χωρικοί μας πλημμύριζαν την ημέρα την πόλη και τα βράδια γύριζαν πίσω στα χωριά τους, αφού έκαναν τα ψώνια τους και τις απαραίτητες προμήθειες τους. Οι ανάγκες ήταν για όλους τους ανθρώπους της υπαίθρου οι ίδιες, χωρίς καμία ουσιαστική διαφορά: εσώρουχα, κουστούμια, παπούτσια, κουζινικά, προίκες για τα κορίτσια τους και αγροτικά εργαλεία.
Δεν πρέπει να παραλειφθεί και η ζωοπανήγυρη, της οποίας η ύπαρξή ήταν ουσιαστικότερη και χρησιμότερη. Εδώ γίνονταν οι αγοραπωλησίες χοντρών ζώων. Άλλοι έρχονταν να πουλήσουν και άλλοι να αγοράσουν. Η αγορά ενός ζώου μέτραγε πολύ, επειδή ήταν ακριβό και δυσκολοσυντήρητο, αλλά αναγκαίο. Οι πωλητές πουλούσαν βόδια καματερά, αλλά και για σφάξιμο. Τα καματερά ήταν και ακριβά και πολύτιμα. Θα καλλιεργούσαν τη γη, ώστε να καρποφορήσει και ήταν πραγματικό απόκτημα για την οικογένεια και την ευημερία της.
Το ίδιο συνέβαινε και με τα μουλάρια, τα γαϊδούρια και τα άλογα, των οποίων η αξία ήταν εξίσου μεγάλη. Ένα τέτοιο καλό ζώο άξιζε όσο κι ένας άνθρωπος. Ηταν το δεξί χέρι του νοικοκύρη. Αυτό καβάλαγε, πήγαινε στην δουλειά του και με αυτό μετέφερε την σοδειά του στο σπίτι (σιτάρια, αραποσίτια, φασόλια, καρύδια, κρασί, ξύλα για το χειμώνα και πλήθος άλλων αγαθών). Για εκείνους που είχαν περίσσευμα και πουλούσαν τέτοια ζώα ήταν ένα γενναίο έσοδο. Με τα χρήματα αυτά κάλυπταν όλες τις άλλες ανάγκες τους και τις ελλείψεις τους.
Τα πανηγύρια έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξυπηρέτηση των χωρικών μας. Τους έλυναν πολλά προβλήματα της καθημερινής ζωής τους και παράλληλα με τη διακίνηση των βιομηχανικών προϊόντων εισχωρούσε και στο τελευταίο σπίτι ο πολιτισμός. Υπήρχε βέβαια τότε μεγάλη φτώχια, αλλά ήταν ωραίοι και γραφικοί καιροί που μας έλειψαν.

Απόσπασμα από το βιβλίο "Λαογραφικές Σελίδες" του Νώντα Περ. Σακελλαρόπουλου.

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012

Γάμος στα Καλαβρυτοχώρια...

«Σήμερα άσπρος ουρανός, σήμερα άσπρη μέρα, σήμερα στεφανώνεται αϊτός την περιστέρα»
Γάμος στα ΚαλάβρυταΜια από τις σπουδαιότερες, αν όχι η σπουδαιότερη εορταστική εκδήλωση ψυχαγωγίας στο χωριό, είναι ο γάμος. Είναι μια ευκαιρία για ένα ξεφάντωμα, για να δείξουν τη λεβεντιά τους οι χωρικοί μας και οι ξωμάχοι μας. Μια Κυριακή, μια γιορτή, ένα πανηγύρι τον χρόνο, έναν γάμο, το Πάσχα, τις αποκριές και κάτι τέτοια περιμένουν οι απλοϊκοί και λεβέντες χωρικοί μας να γιορτάσουν. Η παντρειά είναι αναμφίβολα το πρώτο βήμα της ζωής, η πηγή της ζωής και της ευτυχίας. Ο Θεός την ευλόγησε με την παρουσία του και είναι επόμενο κοντά στην τόση σοβαρότητά του να είναι και το πιο γραφικό έθιμο στον τόπο. Μια παντρειά ή ένας γάμος γίνεται από έρωτα που με τη συγκατάθεση των γονιών γίνεται πραγματικότητα και ευτυχές γεγονός, από έρωτα πάλι, στον οποίο όμως οι γονείς ή τουλάχιστον οι γονείς του ενός αρνούνται να δώσουν τη συγκατάθεση τους, οπότε οι ερωτευμένοι κλέβονται, και με συνοικέσιο, που είναι και ο συνηθέστερος τρόπος. Οι νέοι και οι νέες δεν είναι άγνωστοι μεταξύ τους όταν πρόκειται για το ίδιο χωριό. Διαφέρει κάπως αν οι μελλόνυμφοι είναι από διαφορετικό χωριό. Στην περίπτωση του συνοικεσίου μεσολαβεί κάποιο πρόσωπο, ο συμπεθεροκόπος ή προξενητής ή προξενήτρα, πρόσωπο δηλαδή φιλικό και στις δύο πλευρές.
Ένας άνδρας, για να αποφασίσει να παντρευτεί, πρέπει απαραίτητα να έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και να είναι σε θέση να νοικοκυρευτεί, γι' αυτό οι περισσότεροι παντρεύονται ανάμεσα στα είκοσι πέντε με τριάντα τους χρόνια, οι δε κοπέλες μετά τα είκοσι ή και αργότερα.

Ο συμπεθεροκόπος ή η προξενήτρα ύστερα από συνεννόηση ή και από μόνοι τους έρχονται σε επαφή με τη μια μεριά, δηλαδή του νέου ή της νέας. Αν βρουν ανταπόκριση, επικοινωνούν και με το άλλο μέρος και, εφ' όσον και τα δύο μέρη συμφωνούν, έρχονται σε επαφή για να συζητήσουν τις λεπτομέρειες και τα δοσίματα. Ο πατέρας της νύφης υποβάλλει έγγραφη δήλωση με το ύψος της προίκας, το «προικοσύμφωνο», γίνονται αντιπροτάσεις από την πλευρά του γαμπρού και, αν συμφωνήσουν, δίνουν τα χέρια και τα τελειώνουν.
Η επισημοποίηση γίνεται με ένα καλό τραπέζι και πλούσιο φαγοπότι στης νύφης και στου γαμπρού το σπίτι και με ένα γλέντι γερό.
Μετά τη συμφωνία ανακοινώνεται ο αρραβώνας και οι νέοι και οι γονείς τους δέχονται συγχαρητήρια και ευχές: «Καλά στέφανα», «καλά στερεωμένα», «να ζήσουν» κ.λπ. Οι αρραβώνες δεν κρατούν πολύ καιρό. Στο διάστημα που μεσολαβεί, ανταλλάσσουν οι μελλόνυμφοι αραιές επισκέψεις και μικροδώρα. Παράλληλα αρχίζουν πυρετώδεις ετοιμασίες για τον γάμο, ιδιαίτερα από την πλευρά της νύφης, η οποία πρέπει να συμπληρώσει τις ελλείψεις της προίκας της.
Κατόπιν κοινής συμφωνίας ορίζεται η Κυριακή του γάμου. Οι γάμοι αποφεύγονται τον μήνα Μάιο, τον Δεκαπενταύγουστο, το Δωδεκαήμερο, τη Μ. Σαρακοστή, την Κυριακή της Τυροφάγου και κατά τα δίσεκτα χρόνια, και γίνονται πάντοτε ημέρα Κυριακή.


Η προ του γάμου Κυριακή είναι της νύφης, καθώς και όλη η βδομάδα μέχρι το Σάββατο το βράδυ. Οι δουλειές είναι πολλές, γι' αυτό βοηθάνε οι κοπέλες το χωριού, συγγενείς και φίλες της νύφης. Την Πέμπτη γίνονται τα αναπιάσματα και τα προζύμια για τα ψωμιά και τα γλυκίσματα του γάμου. Την Πέμπτη γίνεται επίσης και το κάλεσμα με εγχώριες μπουμπουνιέρες, κουφέτα διπλωμένα σε λευκό χαρτί ή σε ροζ τούλι για τη νύφη, λευκό για τον γαμπρό. Ένα παιδί με ένα καλαματιανό μαντίλι στο λαιμό γυρίζει τα σπίτια και δίνει από μια μπουμπουνιέρα. Αν οι νεόνυμφοι είναι από το ίδιο χωριό, τα καλέσματα γαμπρού και νύφης τα μοιράζει το ίδιο παιδί.
Την Παρασκευή συγκεντρώνονται πάλι οι κοπέλες στο σπίτι της νύφης και τεγκιάζουν τα προικιά, δηλαδή τα κάνουν δέματα για να φορτωθούν την άλλη μέρα στα άλογα και να μεταφερθούν στο σπίτι του γαμπρού. Τα δέματα περιέχουν μπαντανίες, κουβέρτες, απλάδια, απλάδες, σαΐσματα, ματαράτσια, πάντες κ.λπ. Τα ασπρόρουχα τοποθετούνται σε δύο μπαούλα, απαραίτητα σε κάθε νύφη. Ιδιαίτερα περιποιούνται το στρώμα. Το τοποθετούν πάνω σε ένα κρεβάτι, το στολίζουν, βάζουν πάνω και ένα μικρό παιδάκι και αρχίζουν να τραγουδάνε, να χορεύουν και να το ασημώνουν με λεφτά. Την Παρασκευή είναι σχεδόν όλα έτοιμα. Το βράδυ γίνεται το πρώτο τραπέζι της νύφης, στο οποίο λαμβάνουν μέρος στενοί συγγενείς και στενοί φίλοι.
Το Σάββατο στέλνει ο γαμπρός το κάλεσμα της νύφης, δηλαδή το νυφικό, ένα σφαχτό, μια τσίτσα κρασί και άλλα μικροδώρα. Με τον ίδιο καλεστή η νύφη στέλνει το πουκάμισο, τη γραβάτα του γαμπρού και άλλα μικροδώρα. Σε πολλές περιπτώσεις το Σάββατο μεταφέρονται στο σπίτι του γαμπρού και τα προικιά της νύφης, για να μην τα έχουν εμπόδιο την Κυριακή.
Το βράδυ του Σαββάτου είναι το βράδυ της νύφης, το αποχαιρετιστήριο βράδυ της νύφης προς όλους τους χωριανούς, γι' αυτό παίρνουν μέρος στο μεγάλο τραπέζι που γίνεται για χάρη της όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του χωριού. Στο τραπέζι προσφέρονται πλούσια φαγητά και άφθονο κρασί. Μετά το φαγητό το στρώνουν στο τραγούδι. Τραγουδούν πρώτα τραγούδια της τάβλας ή του τραπεζιού, και ύστερα του χορού. Αν δεν έχουν βιολιά ή ταβούλια, τραγουδάνε με το στόμα. Το τραγούδι με το στόμα είναι πιο λαγαρό και συμπαθητικό και το προτιμάνε. Οι τραγουδιστές χωρίζονται σε δύο ομάδες. Η μία αρχίζει το τραγούδι στίχο-στίχο και η άλλη το επαναλαμβάνει. Στο τέλος η νύφη θα τραγουδήσει το δικό της το αποχαιρετιστήριο:

«Μια Παρασκευή, ένα Σάββατο βράδυ
μάνα μ' έδιωχνε από τ' αρχοντικό μας
κι ο πατέρα μου κι αυτός να φύγω θέλει.
Παίρνω ένα στρατί, στρατί το μονοπάτι
Το μονοπάτι μ' έβγαλε σ' ένα ρημοκκλησάκι
Βρίσκω ένα δεντρί, δεντρί μαλαματένιο
-Να οι ρίζες μου και δέσε τ' άλογό σου
να ο ίσκιος μου πέσε κι αποκοιμήσου
να κι οι κλώνοι μου και κρέμασ' τ' άρματά σου».
Η Κυριακή είναι η ημέρα του γαμπρού. Πρωί συγκεντρώνονται οι συγγενείς και οι φίλοι για να τον ξυρίσουν. Κατά τις οχτώ ο γαμπρός με τη συνοδεία φίλων του και συγγενών του και κάτω από τον ήχο των οργάνων πηγαίνουν στο σπίτι του κουμπάρου που θα τους στεφανώσει. Μετά τα κεράσματα και τα γλυκά, ξαναγυρίζουν στο σπίτι του γαμπρού και η γαμήλια πομπή ξεκινάει για το άλλο χωριό της νύφης. Η πομπή αποτελείται από είκοσι μέχρι και ογδόντα καβαλάρηδες, όλοι ένας και ένας διαλεχτοί, και μαζί τους και γυναίκες που λέγονται «τάγιες». Ο αριθμός των γυναικών πρέπει να είναι μονός, για να γυρίσουν ζυγές. Η πομπή του γάμου με τους καβαλάρηδες συμπεθέρους είναι μια μεγαλοπρεπής βυζαντινή παρέλαση που πλέει μέσα στο λευκό. Η πομπή του γάμου φεύγει πολύ γρήγορα και με το τραγούδι τους αντιλαλούν οι ρεματιές και τα καταράχια.
Σαν πλησιάζουν στο χωριό της νύφης, δυο-τρεις νέοι λεβέντες και με λεβέντικα άλογα από την πομπή του συμπεθεριού προσπερνάνε τους άλλους και τρέχουν καλπάζοντας, ποιος θα φτάσει πρώτος στο σπίτι της νύφης να δώσει τα συχαρίκια, ότι δηλαδή έρχεται ο γαμπρός να πάρει τη νύφη. Στο σπίτι της νύφης είναι μαζεμένοι πολλοί και περιμένουν, όλοι πετάνε ρύζι και κουφέτα στον συχαρικιάρη και τον καλωσορίζουν. Η νύφη κατεβαίνει στην αυλή να προϋπαντήσει τον συχαρικιάρη, να του δέσει κόκκινο καλαματιανό μαντίλι στον λαιμό και στο άλογό του και να του δώσει και την τσίτσα με το κρασί. Μόλις πάρει τα δώρα του, αυτός ξαναγυρίζει στο συμπεθεριό και έπειτα πάλι στης νύφης το σπίτι. Πολλοί συχαρικιάρηδες μπαίνανε μέσα στο σπίτι της νύφης και χόρευαν μαζί με το άλογό τους, που ήταν γυμνασμένο για το νούμερο τούτο. Σε λίγο, φτάνει και το συμπεθεριό. Οι κοπέλες πετάνε ρύζι και κουφέτα και τους καλωσορίζουν. Σε όλους, καθώς και στα άλογά τους, δένουν από ένα μαντίλι στον λαιμό. Προσφέρονται επίσης γλυκά, μεζέδες και κρασί. Στο μεταξύ ντύνουν τη νύφη, για να είναι έτοιμη για την εκκλησία.
Σαν έρθει η ώρα, νέα πομπή ξεκινάει για την εκκλησιά. Μπροστά πηγαίνουν τα στέφανα που τα κρατάει ένα παιδάκι αμφιθαλές, δηλαδή αγόρι ή κορίτσι που να έχει και τους δυο γονείς του. Ακολουθεί η νύφη ντυμένη στα ολόλευκα και υποβασταζόμενη από τον πατέρα της και τη μάνα της ή και τον αδερφό της και πίσω από αυτήν ο γαμπρός, που τον κρατάει ο πατέρας του και ο κουμπάρος του. Αν οι μελλόνυμφοι είναι από το ίδιο χωριό, συναντώνται στην εκκλησία, αλλά και πάλι κατά την ίδια διάταξη.
Γάμος στα ΚαλάβρυταΗ διαδικασία του γάμου είναι σχετικά σύντομη. Πριν αρχίσει το μυστήριο, ο παπάς μεταλαμβάνει το αντρόγυνο. Το υπόλοιπο κρασί που θα μείνει στο ποτήρι υποχρεούται να το πιει ο κουμπάρος, ο οποίος πετάει το ποτήρι και το σπάζει. Όταν ο παπάς φτάσει στο «Ησαΐα χόρευε», χαλάει ο κόσμος από τα κουφέτα και το ρύζι. Πολλοί σκορπούσαν και κέρματα. Όταν ο παπάς λέει «η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα», ο γαμπρός πατάει το πόδι της νύφης σαν σημάδι υποταγής. Σαν τελειώνει το μυστήριο, οι νεόνυμφοι, ο κουμπάρος και οι συγγενείς δέχονται τα συγχαρητήρια και ασπάζονται τα στέφανα. Μερικοί δίνουν και κανένα μπατσάκι του γαμπρού και ο κουμπάρος είναι υποχρεωμένος να προστατέψει τον γαμπρό.
Όταν ο γάμος τελειώνει, το συμπεθεριό πρέπει το ταχύτερο να φύγει για το χωριό του γαμπρού, γιατί ο γάμος έχει και συνέχεια. Η νύφη ανεβαίνει σε λευκό άλογο και η πομπή παίρνει τον δρόμο της επιστροφής. Το χωριό είναι συγκεντρωμένο στο σπίτι του γαμπρού, τους καλοδέχονται και τους καλωσορίζουν. Ο γαμπρός βοηθάει τη νύφη να κατεβεί από το άλογο και την οδηγεί στην πόρτα του σπιτιού, όπου την περιμένει η πεθερά της, η οποία της προσφέρει χρυσό νόμισμα, η δε νύφη ζώνεται με μεταξωτό μαντίλι, κατόπιν μελώνει το κατώφλι της πόρτας και μπαίνει στο σπίτι. Το ζεύγος δέχεται τα συγχαρητήρια των χωριανών. Έξω οι κοπέλες προσφέρουν γλυκά σε όλους ανεξαιρέτως τους παρευρισκομένους, που κατά κανόνα είναι όλο το χωριό. Άλλοι πάλι το έχουν ήδη στήσει στον χορό και το γλέντι έχει ανάψει.
Η βραδιά της Κυριακής είναι βραδιά του γαμπρού. Στρώνεται τραπέζι και παρίσταται όλο σχεδόν το χωριό. Ο κουμπάρος, που λέγεται και αρχινονός, έχει το γενικό πρόσταγμα και κάθεται κοντά στους νεόνυμφους, που είναι τα τιμώμενα πρόσωπα. Σαν φάνε γερά, αρχίζουν το τραγούδι. Πρώτος τραγουδάει ο κουμπάρος το τραγούδι της τάβλας. Στο τέλος του τραγουδιού κάνει πρόποση, υψώνοντας το ποτήρι του και εύχεται ευτυχισμένο βίο, «να μας ζήσουν», «καλή τύχη» στους ανύπαντρους, «στʼ αρχοντόπουλά σας» σε όσους έχουν παιδιά για παντρειά, και τέλος «καλώς να σ' εύρω κ.τάδε» και δίνει τον λόγο στον σεβαστότερο της παρέας. Και αυτός με τη σειρά του θα πει το τραγούδι του και θα κάμει την ίδια πρόποση. Και το γλέντι συνεχίζεται.
Γάμος στα ΚαλάβρυταΟ γαμπρός και η νύφη αποσύρονται μετά το φαγητό. Είναι κουρασμένοι και πρέπει να κοιμηθούν και να μείνουν μόνοι να περάσουν την πρώτη νύχτα του γάμου. Κατά τα ξημερώματα οι γλεντζέδες που ξενύχτησαν πάνε κάτω από τα παράθυρα του γαμπρού και της νύφης και τραγουδάνε το τραγούδι:
«Τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια
την αυγή ξυπνούνε και γλυκοτραγουδούνε
τώρα οι πέρδικες συχνολαλούν και λένε:
-Ξύπνα αφέντη μου, ξύπνα καλέ μου αφέντη (γλυκιά μ' αγάπη)
ξύπνα, αγκάλιασε κορμί κυπαρισσένιο
κι άσπρονε λαιμό, βυζάκια δίχως γάλα».
Γάμος στα ΚαλάβρυταΗ Δευτέρα είναι ημέρα της νύφης. Στο σπίτι του γαμπρού παραμένουν μόνο οι συγγενείς και η νύφη στρώνει τα δικά της προικιά και στολίζει το σπίτι σύμφωνα με το δικό της γούστο. Επίσης τη Δευτέρα η νύφη κάνει τον περίπατό της ως τη βρύση, την ασημώνει με λεφτά και φέρνει συμβολικά νερό. Όλη την εβδομάδα η νύφη κάθεται στο σπίτι, ασχολείται με μικροσυγυρίσματα και δέχεται επισκέψεις και συγχαρητήρια. Την Τρίτη ο γαμπρός κάνει την επίσκεψη στα πεθερικά του, για να τους ανακοινώσει ότι η κόρη τους «ήταν εντάξει». Στις δεκαπέντε μέρες γαμπρός και νύφη πάνε στα «πιστρόφια» μαζί με άλλα τρία συγγενικά πρόσωπα και έτσι ανοίγει ο δρόμος για ελεύθερες επισκέψεις. Στις είκοσι δύο μέρες έρχονται οι γονείς της νύφης για ανταπόδοση. Αν οι νεόνυμφοι είναι από το ίδιο χωριό, τα «πιστρόφια» γίνονται την ίδια μέρα.
Πηγή:
ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ
Νώντα Περ. Σακελλαροπούλου
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΡΥΜΑΝΘΟΣ
Αθήνα 2004
15/1/2011