Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

Η κλίτσα και η χρησιμότητά της τα παλιά χρόνια

Η φημισμένη κλίτσα ή γκλίτσα η αγκλύτσα του τσοπάνου. Είναι ένα πολύ ανθεκτικό ραβδί φτιαγμένο συνήθως από σκληρό ξύλο (πουρνάρι , άγρια ελιά ) και στο επάνω μέρος είναι η αγκλύτσα , δηλαδή το άγκυστρο για να πιάνουν τα πρόβατα από το πόδι τους . 

Συνήθως είναι απλή , αλλά οι τσελιγάδες τις είχανε σκαλισμένες με δίαφορες παραστάστεις (φίδια , γοργόνες ακόμα και αγίους) , βέβαια αυτές δεν τις χρησιμοποιούσαν στα πρόβατά τους , αλλά ήσαν οι γιορτινές τους , τις οποίες είχαν μαζί τους όταν πήγαινας σε γιορτές , πανηγύρια , εκκλησιά και στη αγορά του χωριού και τα καφενεία . 

Θέλω να διευκρινίσω εδώ , ότι η κλίτσα ήταν το ραβδί των τσοπάνηδων που φυλάγανε πρόβατα 

Ενώ το ραβδί των τσοπάνιδων που φυλάγανε γίδια , ήταν και είναι η μαγκούρα ! .(Φωτο επάνω) 

Γιατί αυτή η διαφορά ;  Διότι τα πρόβατα ο τσοπάνος μπορεί να τα πιάσει μόνον από το πόδι και πουθενά αλλού , ενώ τα γίδια μπορεί να τα πιάσει μόνον από τον λαιμό με την μαγκούρα του ! 

Χρησίμευε ακόμη να υποβαστάζει το σώμα στα κακοτράχαλα μονοπάτια μας, να διευκολύνει το περπάτημα στα χαλάσματα, στους γκρεμούς, στα απρόσιτα σημεία (απάτητα) των απότομων πανύψηλων βουνών μας, 

 Αλλά στήριζε κιόλας τους χωρικούς σε πολλές γεωργοκτηνοτροφικές δουλειές, με ανάλογη διαμόρφωσή της.

Ήταν σημάδι ισχύος, εξουσίας, πέρα από την πρακτική της χρησιμότητα. Τέτοιας μορφής είναι η ποιμαντορική ράβδος των επισκόπων και το σκήπτρο του βασιλιά, δηλωτικά κύρους και πυγμής σε ορισμένο κύκλο.

Αποτελούνταν από το μακρό λαμπαδωτό ραβδί (τζιουμανίκι) που ήταν χοντρή, ίσια και γερή ξύλινη βέργα και την κυρίως κλίτσα, που έμπαινε στην τροχισμένη ή πελεκημένη λιανή κορφή του, όπου κάρφωναν, για μεγαλύτερη σιγουριά κι ασφάλεια με ένα καρφάκι. 

Για καλύτερο τζιουμανίκι χρησιμοποιούνταν ξύλο από αγριελιά ή κρανιά, ή καμιά φορά και από πουρνάρι που ήταν ίσια σαν σπαθιά, ενώ τα προτιμούσαν με ρόζο στη βάση, ή αν δεν είχαν ρόζο του έβαζαν δαχτυλίδι από κέρατο για να το προφυλάξουν να μην φαγωθεί. Για το λόγο αυτό άφηναν το τζιουμανίκι κάποιες μέρες ορθό «για να πιει το ζουμί του», να στραγγίσει.


 Μετά το «καψάλιζαν» (σ. «Γ»: καίω επιφανειακά) στη φωτιά και στη συνέχεια το επεξεργάζονταν, διώχνοντας τη φλούδα με το σουγιά, ξυραφάκι και γιαλόχαρτο.

Πολλοί που είχαν επιδεξιότητα έφτιαχναν κεντίδια (σ. «Γ»: στολίδια, σχέδια) με υπομονή, σκαλίζοντας με πρόχειρα αιχμηρά αντικείμενα λουλούδια και φεγγάρια ή άλλες εικόνες όπως κεφάλι ενός φιδιού ή αετού. 

Οι παραστάσεις συνήθως ήταν ξύλινες και σπάνια μεταλλικές απ’ τα παζάρια. 

Οι τελευταίες ήταν πιο πολύ ανθεκτικές, αλλά άχαρες, άβολες. 



Το κέρατο που ως δαχτυλίδι τοποθετούνταν στο κάτω μέρος του ξύλου για ανθεκτικότητα, βρίσκονταν ακόμη και σε άλλα δυο σημεία για να δίνουν ομορφιά ή να καλύπτουν κάποιο σχίσμα.

Ακόμα πιο πολύ όμορφες ήταν οι κλίτσες, κατασκευασμένες από μερικούς επιτήδειους πελεκητές, με ύλη τα κέρατα κριαριού ή τράγου, αφού τα έβαζαν πρώτα για να μαλακώσουν κι ύστερα τα επεξεργάζονταν.

Παλιότερα μαζί με την κάπα και τον τρουβά (σ.«Γ»: υφαντός σάκος από χοντρό μάλλινο ύφασμα),
ήταν οι πιο πιστοί «σύντροφοι» του τσοπάνου.
Ιδιαίτερα όταν τα πράματα (σ. «Γ»: τα ζώα) δεν κοιμούνταν σε συστηματικά μαντριά. Αυτό ίσχυε περισσότερο για τα στέρφα (σ. «Γ»: στείρα, που δεν έχουν γάλα) που γρέκιαζαν ((σ. «Γ»: κοιμούνταν) σε ξωμάντρια με κλάρες. 
Αυτά ήταν άγρια και απλησίαστα.

Με την κλίτσα μπορούσε κανείς να βοηθηθεί και να τα πιάσει. Μ’ αυτή έπιανε την προβατίνα που πήδηξε (τυχόν ανάρμεγη) από τη στρούγκα, ή όποιο πρόβατο αρρώστησε ξαφνικά. 

Τη χρησιμοποιούσε επίσης και για άλλες δουλειές της καθημερινότητας, όπως για να λύνει διαφορές του με το συνορίτη του. 

Ήταν ακόμα μέτρο για υπολογισμό του χρόνου (δυο κλίτσες θέλει να δύσει ο ήλιος), για το βάθος του νερού στο θολό και «κατεβασμένο» λαγκάδι, για ανίχνευση μέσα στη θεοσκότεινη νυχτιά. 

Τιμωρούσε το ατίθασο κι απείθαρχο ζώο, ζύγιαζε στα καπούλια (σ. «Γ»: οπίσθια μεγάλων ζώων) του νωθρού μουλαριού να επιταχύνει το διασκελισμό του.

Αυτήν είχε αποκούμπι όταν κάθονταν να ξανασάνει και την έβανε αντιστύλι του, σαν ήθελε να σηκωθεί και να πεταχτεί όρθιος. 

Στην κλίτσα, αντί κρεμάστρας, κρέμαγε το σακάκι του, όταν κουβέντιαζε με άλλον ή όσο να στρίψει το «λαθραίο» του. 
Μ’ αυτή έλιωνε το κεφάλι της οχιάς που παντύχαινε στο διάβα του, αυτή σιγούρευε το σκαρφάλωμά του στα απόκρημνα βουνά και χρησίμευε για την ισορροπία του στους γκρεμούς και τα μονοπάτια.

Με λίγα λόγια η χρησιμοποίηση από τους ορεσίβιους της κλίτσας δεν γινόταν αποκλειστικά για επιδεικτική εμφάνιση ή στολισμό μ’ αυτό το μοναδικό έργο λαϊκής τέχνης.

πηγή :http://www.fatsimare.gr

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου