Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

Οι Αγωγιάτες


«Το αγώγι ξυπνάει τον αγωγιάτη» λέει μια λαϊκή παροιμία. Υπήρχαν και στο Βερσίτσι αγωγιάτες, όπως υπήρχαν και σε όλα τα ορεινά χωριά μας. Τους θυμάμαι, γιατί τους χρησιμοποιούσα και εγώ όταν ήμουν αναγκασμένος να φεύγω ή όταν γύριζα και είχα αποσκευές, μιας και άλλο μέσο μεταφορικό δεν υπήρχε.
Οι αγωγιάτες ήσαν άνθρωποι ικανοί στο περπάτημα, στην πεζοπορία πίσω από τα ζώα τους, πίσω από τα μουλάρια τους, που τα φόρτωναν και μετέφεραν με σταθερότητα τα εμπορεύματα των άλλων από τον ένα τόπο στον άλλο και κυρίως από τα πλησιέστερα τέρματα των αυτοκινήτων προς το εσωτερικό, όπου δεν υπήρχε άλλο μέσο μεταφοράς. Και φυσικά όταν μιλάμε γι' αυτόν τον τρόπο μεταφοράς ανθρώπων και αποσκευών, αναφερόμαστε σε παλαιότερα χρόνια και κυρίως πριν από το 1950.
Από το 1930 μέχρι το 1950 οι αγωγιάτες ήσαν σε δράση κυρίως για κοντινές αποστάσεις. Δεν τους εμπόδιζε όμως τίποτα και για μακρινές, όπως Βερσίτσι - Πάτρα - Πύργο - Αμαλιάδα - Αίγιο - Τρίπολη. Και αυτό ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία, αφού για τις μακρινές αποστάσεις χρειάζονταν δεκαπέντε ώρες για να πάει κανείς και δεκαπέντε για να γυρίσει. Ξεκίναγαν για παράδειγμα τα μεσάνυχτα από το Βερσίτσι, για να φτάσουν το βράδυ της άλλης ημέρας στην Πάτρα ή σε άλλη πόλη. Σαν δεν πρόφταναν να φτάσουν αυθημερόν, κοιμούνταν στα προάστια, για να σηκωθούν πολύ πρωί την άλλη μέρα να μπουν στην πόλη, να κάμουν τα ψώνια τους και το απόγευμα να πάρουν τον δρόμο της επιστροφής.
Είχαν γνωστά δικά τους μαγαζιά, όπου ψώνιζαν φτηνά κυρίως ζάχαρη, ρύζι, καφέ, μακαρόνια, βακαλάους, καραμέλες, κουβαρίστρες, κανελλογαρύφαλλα, κουμπιά, δαχτυλήθρες, βελόνες και άλλα μικροπράγματα. Ενώ πήγαιναν καβάλα, γύριζαν πεζοί μέρα και νύχτα πίσω από τα φορτωμένα μουλάρια τους, τα οποία γνώριζαν σταθερά τον δρόμο και το πάτημα και οι αγωγιάτες τα ακολουθούσαν βήμα - βήμα κουρασμένοι, κάθιδροι και ακόμη μισονηστικοί. Ο δρόμος για την Πάτρα πέρναγε αναγκαστικά από το Λεχούρι, το Λεχουρίτικο βουνό και την ΒλασίαŸ ένας δρόμος τραχύς, κουραστικός κι επικίνδυνος.
Αυτά ήσαν τα μεγάλα αγώγια, αραιά και περιορισμένα. Πολλά ήταν τα κοντινά από το Βερσίτσι στο Σοπωτό ή τα Τριπόταμα. Και αν πούμε ότι παρακαλούσαν να έχουν κάθε τόσο ένα αγώι, αυτό δεν είναι υπερβολή, αφού λεφτά δεν υπήρχαν. Ακόμα και το τάλιρο ήταν υπολογίσιμο, εξ ου και η παροιμία «το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη».
Τότε ήσαν στην περίοδο αιχμής τους και τα χάνια. Το Βερσίτσι είχε πολλά ζώα και πολλούς αγωγιάτες, άλλους συστηματικούς και άλλους περιστασιακούς. Αξίζει να αναφερθούν τα ονόματα μερικών, όπως: Ρώκης, Κυριακόπουλος, Λεωνίδας Σπανός, Κώστας Σπανός, Αρτέμης Γεωργακόπουλος, Γιώργης Κυριακόπουλος, Χρήστος Σταμούλης, Αρίστος Τσιρώνης, Μήτρος Χρυσόπουλος, Γιώργης Μπάρκουλας και άλλοι. Όλοι τους είχαν μουλάρια δυνατά, καλοθρεμμένα και ικανά να κάνουν αυτές τις μεγάλες διαδρομές. Τώρα όλα αυτά είναι παρελθόν. Οι καιροί άλλαξαν. Όλες οι κοινότητες έχουν συγκοινωνία με αυτοκίνητα και το χειρότερο η ύπαιθρος ερημώθηκε.

Απόσπασμα από το βιβλίο "Λαογραφικές Σελίδες" του Νώντα Περ. Σακελλαρόπουλου

Η Εμπορο ζωοπανήγυρη των Μαζαιϊκων


Τελευταίο στην σειρά (27 Σεπτεμβρίου, του Σταυρού με το παλαιό ημερολόγιο) διεξαγόταν το μεγάλο πανηγύρι των Μαζαιΐκων ή της Κατσάνας, όπως το έλεγαν. Ηταν και αυτό οχταήμερης διάρκειας και συγκέντρωνε μεγάλο αριθμό πανηγυριστών. Τα Μαζαίϊκα (σήμερα Κάτω Κλειτορία) είναι κέντρο της Κλειτορολευκασίας χώρας, με δορυφόρους τα χωριά Μοστίτσι, Κλείτορα, Καστέλλι, Καρνέσι, Χαμάκου, Δούνιτσα, Κάνι, Φίλια, Τσορωτά, Βρώστενα, Άρμπουνα, Καστριά, Πλανητέρου, Τουρλάδα, Αϊ Νικόλα, Βάλτο, Κρινόφυτα, Κόκκοβα, Λυκούρια και Παγκράτι.
Ακόμα συνέρεαν σε αυτό άνθρωποι και από τα υπόλοιπα χωριά της περιοχής προς την Στρέζοβα και την Αρκαδία (Δάρα, Τοπόριστα, Κιούσι, Γκλόγκοβα, Πράσινο κ.λπ). Τα Μαζαίϊκα σαν κεφαλοχώρι είχαν και μερικές υπηρεσίες, όπως Υποδιοίκηση Χωροφυλακής, Εφορία, Ταμείο, Γυμνάσιο, αλλά και μεγάλη εμπορική κίνηση, ενώ για την διεξαγωγή του πανηγυριού προσφέρονταν και η τοποθεσία και η άνεση του χώρου.
Και εδώ, όπως και στα Καλάβρυτα, η εμποροπανήγυρη γινόταν μέσα στην κωμόπολη και η ζωοπανήγυρη στις καρυδιές έξω και προς τον δημόσιο δρόμο Μαζαιΐκων - Καλαβρύτων.
Συγκεκριμένα η εμποροπανήγυρη γινόταν στο κέντρο, στην πλατεία και κυρίως στο προαύλιο της εκκλησίας του πολιούχου Αγίου Δημητρίου, αλλά και κατά μήκος των δρόμων, όπου υπήρχαν χώροι άδειοι. Υπήρχε και εδώ ό,τι ακριβώς περιγράφεται σχετικά με το πανηγύρι των Τριποτάμων. Και εδώ η εμπορική κίνηση ήταν σημαντική, ο κόσμος πολύς και πολλές οι ανάγκες. Συνέτεινε σε αυτό και η μεγαλύτερη παραγωγή σε γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα και νόμιζε κανείς ότι βρίσκεται σε καμιά μεγαλούπολη με όλες τις ομορφιές της.
Ήταν πανηγύρια που δονούνταν από κίνηση και έδιναν πνοή και ευρωστία στον τόπο. Οι φωνές των εμπόρων που διαλαλούσαν τις πραμάτειες τους, η κίνηση του κόσμου πέρα δώθε, ο συνωστισμός, οι αστεϊσμοί, τα πειράγματα στους δρόμους ήσαν τα χαρακτηριστικά του πανηγυριού. Εκτός από τα ψώνια και τις προμήθειες που έκαναν οι νοικοκυραίοι και οι νοικοκυρές, διασκέδαζαν και στα καφενεία που διέθεταν λαϊκές ορχήστρες.
Τα εστιατόρια ήσαν γεμάτα κόσμο που συνέρεε, για να φάει και να πιει τα πατροπαράδοτα φαγητά.
Συνέβαιναν και άλλα περιστατικά και μικρολεπτομέρειες, τα οποία είναι δύσκολο να έχει συγκρατήσει κάποιος που επισκεπτόταν το πανηγύρι, εντούτοις οι εντυπώσεις και η γενική αίσθηση παραμένουν ολοζώντανες στην μνήμη του.

Απόσπασμα από το βιβλίο "Λαογραφικές Σελίδες" του Νώντα Περ. Σακελλαρόπουλου.

Η Εμπορο ζωοπανήγυρη των Καλαβρύτων


Τρίτο στη σειρά ήταν το Καλαβρυτινό πανηγύρι, το μεγαλύτερο κοσμικό γεγονός της ένδοξης και ιστορικής επαρχίας μας. Γινόταν κι αυτό μέσα στον Σεπτέμβριο (18-24) και διαρκούσε έξι με οκτώ ημέρες. Είναι κι αυτό καθαρό δημιούργημα της ανάγκης. Σκοπός του ήταν η εξυπηρέτηση των κατοίκων της περιοχής, μιας περιοχής εκτεταμένης σε ένα γραφικό και εύφορο λεκανοπέδιο, που το στεφανώνουν οι καλλίγραμμες κορυφογραμμές του Χελμού και του Ωλενού, των πολυτραγουδισμένων βουνών μας.
Το Καλαβρυτινό πανηγύρι καθιερώθηκε αμέσως μετά την απελευθέρωση του έθνους από τον τουρκικό ζυγό γύρω στο 1832. Ηταν προνομιακό γιατί ήταν το πανηγύρι της πρωτεύουσας της επαρχίας, που ήταν και η πρώτη πόλη της περιοχής που απέκτησε σ σιδηροδρομική και οδική συγκοινωνία με τα μεγάλα αστικά κέντρα Πάτρα και Αίγιο. Συγκέντρωνε τον περισσότερο πληθυσμό της επαρχίας και τροφοδοτούνταν από τα χωριά Σουδενά, Σιγούνι, Χαμάκου, Βραχνί, Σούβαρδο, Ζαχλωρού, Ρωγοί, Σκεπαστό, Κέρτεζη, Σαββανοί, Συρμπάνι, Κάνταλος, Κραστικοί, Κούτελη, Άνω και Κάτω Βλασία, Μάνεσι, Μπούμπουκα, Ασάνι, Σαραδί, Φλάμπουρα, Τρεκλήστρα, Μικρός και Μεγάλος Μποντιάς, Λαπαναγοί, Πετσάκοι, Άνω και Κάτω Γουμένισσα κ.λπ.
Τα χωριά αυτά δεν έπαιρναν μέρος στα άλλα πανηγύρια, γιατί δεν τα βόλευαν οι γεωγραφικοί όροι. Έπειτα περίμεναν την ώρα του δικού τους πανηγυριού, του Καλαβρυτινού, που ήταν πρώτο και καλύτερο, γιατί γινόταν μέσα στην πρωτεύουσα, στην πόλη των Καλαβρύτων, γεγονός που έδινε ιδιαίτερη αίγλη. Τα Καλάβρυτα εξάλλου ως πρωτεύουσα ολόκληρης της επαρχίας ήταν, για ιστορικούς λόγους, ο μοναδικός δήμος και φιλοξενούσες όλες τις αρχές της κρατικής εξουσίας και διοίκησης. Ήταν η έδρα του έπαρχου, των δικαστικών αρχών (Ειρηνοδικείου, Πρωτοδικείου) και διέθετε Υποδιοίκηση Χωροφυλακής, Γυμνάσιο, Εφορία, Τράπεζες, Ταχυδρομείο, ξενοδοχεία, σταθμό οδοντωτού, λεωφορείων και μεγάλη εμπορική και τουριστική κίνηση.
Η πόλη διέθετε επιπλέον όλα τα μέσα για να ικανοποιήσει τις ανάγκες των κατοίκων της περιοχής και της επαρχίας γενικότερα. Ωστόσο τις ημέρες του πανηγυριού η κίνηση και η εμπορικότητα της πόλης διπλασιαζόταν και τριπλασιαζόταν. Η εμποροπανήγυρη γινόταν μέσα στην πόλη, ενώ η ζωοπανήγυρη γινόταν έξω από την πόλη και κυρίως προς το δρόμο Καλαβρύτων - Πατρών. Οι περιοχές ήταν κατάλληλα επιλεγμένες για την εξυπηρέτηση του κοινού.
Στο πανηγύρι κατέφθαναν έμποροι από την Αθήνα, την Πάτρα, το Αίγιο, την Τρίπολη και άλλα αστικά κέντρα με λογής - λογής εμπορεύματα και οπωσδήποτε τιμές συμφέρουσες. Άνοιγαν τα μαγαζιά τους είτε σε νοικιασμένα ισόγεια, δεξιά και αριστερά των κεντρικών δρόμων, όπου υπήρχε διαθέσιμος χώρος, είτε σε πρόχειρες παράγκες στην πλατεία και τους ελεύθερους χώρους. Στα καφενεία της πλατείας της πόλης, που σημαιοστολιζόταν εκείνες τις μέρες, τα βράδια έπαιζαν ορχήστρες συνήθως με βιολιά και κλαρίνα και διασκέδαζαν οι γλεντζέδες και οι χορευταράδες. Οι Καλαβρυτινοί ήταν σχετικά εξελιγμένοι και είχαν αστική νοοτροπία. Ηταν άρχοντες και κρατούσαν τουπέ και σοβαρότητα. Ηταν συνεπώς και εκλεκτικοί. Αυτήν τη νοοτροπία την διατηρούν ακόμα και σήμερα σε μικρότερο βαθμό βέβαια. Οι χωρικοί μας πλημμύριζαν την ημέρα την πόλη και τα βράδια γύριζαν πίσω στα χωριά τους, αφού έκαναν τα ψώνια τους και τις απαραίτητες προμήθειες τους. Οι ανάγκες ήταν για όλους τους ανθρώπους της υπαίθρου οι ίδιες, χωρίς καμία ουσιαστική διαφορά: εσώρουχα, κουστούμια, παπούτσια, κουζινικά, προίκες για τα κορίτσια τους και αγροτικά εργαλεία.
Δεν πρέπει να παραλειφθεί και η ζωοπανήγυρη, της οποίας η ύπαρξή ήταν ουσιαστικότερη και χρησιμότερη. Εδώ γίνονταν οι αγοραπωλησίες χοντρών ζώων. Άλλοι έρχονταν να πουλήσουν και άλλοι να αγοράσουν. Η αγορά ενός ζώου μέτραγε πολύ, επειδή ήταν ακριβό και δυσκολοσυντήρητο, αλλά αναγκαίο. Οι πωλητές πουλούσαν βόδια καματερά, αλλά και για σφάξιμο. Τα καματερά ήταν και ακριβά και πολύτιμα. Θα καλλιεργούσαν τη γη, ώστε να καρποφορήσει και ήταν πραγματικό απόκτημα για την οικογένεια και την ευημερία της.
Το ίδιο συνέβαινε και με τα μουλάρια, τα γαϊδούρια και τα άλογα, των οποίων η αξία ήταν εξίσου μεγάλη. Ένα τέτοιο καλό ζώο άξιζε όσο κι ένας άνθρωπος. Ηταν το δεξί χέρι του νοικοκύρη. Αυτό καβάλαγε, πήγαινε στην δουλειά του και με αυτό μετέφερε την σοδειά του στο σπίτι (σιτάρια, αραποσίτια, φασόλια, καρύδια, κρασί, ξύλα για το χειμώνα και πλήθος άλλων αγαθών). Για εκείνους που είχαν περίσσευμα και πουλούσαν τέτοια ζώα ήταν ένα γενναίο έσοδο. Με τα χρήματα αυτά κάλυπταν όλες τις άλλες ανάγκες τους και τις ελλείψεις τους.
Τα πανηγύρια έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξυπηρέτηση των χωρικών μας. Τους έλυναν πολλά προβλήματα της καθημερινής ζωής τους και παράλληλα με τη διακίνηση των βιομηχανικών προϊόντων εισχωρούσε και στο τελευταίο σπίτι ο πολιτισμός. Υπήρχε βέβαια τότε μεγάλη φτώχια, αλλά ήταν ωραίοι και γραφικοί καιροί που μας έλειψαν.

Απόσπασμα από το βιβλίο "Λαογραφικές Σελίδες" του Νώντα Περ. Σακελλαρόπουλου.